μακρηγορέω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακρηγορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''μακρηγορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακρηγορέω:''' говорить пространно, произносить длинные речи Aesch., Eur., Thuc. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A speak at great length, be long-winded, A.Th.1057, Hp.Nat.Puer.12, E.Hipp.704, Th.1.68, 2.36, Herod.2.60:—Pass., Porph.Chr.23.
Greek (Liddell-Scott)
μακρηγορέω: ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· ὅπως ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ τρύχω Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler longuement.
Étymologie: μακρήγορος.
Greek Monotonic
μακρηγορέω: μέλ. -ήσω, μιλώ πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μακρηγορέω: говорить пространно, произносить длинные речи Aesch., Eur., Thuc. etc.