φορμοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φορμοφόροι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ερμίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φορμοφόροι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ερμίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φορμοφόρος:''' ὁ носильщик Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A porter, Epicur.Fr.172: οἱ φ., name of a play by Hermippus.
German (Pape)
[Seite 1300] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.
Greek (Liddell-Scott)
φορμοφόρος: ὁ, ἀχθοφόρος, Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων
2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι
τίτλος κωμωδίας του Ερμίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος].
Russian (Dvoretsky)
φορμοφόρος: ὁ носильщик Diog. L.