κάλλιχθυς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
(18)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάλλιχθυς]], -ίχθυος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ωραίου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰχθῦς]]].
|mltxt=[[κάλλιχθυς]], -ίχθυος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ωραίου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰχθῦς]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάλλιχθῠς:''' ῠος ὁ красивая рыбка, (предполож. ἀνθίςα) Arst.
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιχθυς Medium diacritics: κάλλιχθυς Low diacritics: κάλλιχθυς Capitals: ΚΑΛΛΙΧΘΥΣ
Transliteration A: kállichthys Transliteration B: kallichthys Transliteration C: kallichthys Beta Code: ka/llixqus

English (LSJ)

υος, ὁ,

   A beauty-fish, = ἀνθίας, Arist.Fr.316, cf. Hedyl. ap.Ath.8.344f, Numen. ap. eund.7.295b; but distd. from it by Dorion ib.282e, cf. Opp.H.3.335.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιχθυς: -υος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὅστις ἐκαλεῖτο καὶ ἀνθίας καὶ καλλιώνυμος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 282C, «Ἀριστοτέλης δὲ καὶ καρχαρόδοντα εἶναι τὸν κάλλιχθυν σαρκοφάγον τε καὶ συναγελαζόμενον» αὐτόθι D, (Ἀριστ. Ἀποσπ. 297), «Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων διαφέρειν φησίν ἀνθίαν καὶ κάλλιχθυν» Ἀθήν. 282Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ κάλλιχθυς ἴδε Ἀρκάδ. σ. 92, 6.

Greek Monolingual

κάλλιχθυς, -ίχθυος, ὁ (Α)
είδος ωραίου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ἰχθῦς].

Russian (Dvoretsky)

κάλλιχθῠς: ῠος ὁ красивая рыбка, (предполож. ἀνθίςα) Arst.