ἐΰσσελμος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐΰσσελμος:''' ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί <i>εὔ-σελμος</i>, <i>εὔ-σωτρος</i>.
|lsmtext='''ἐΰσσελμος:''' ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί <i>εὔ-σελμος</i>, <i>εὔ-σωτρος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐΰσσελμος:''' Hom. = [[εὔσελμος]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΰσσελμος Medium diacritics: ἐΰσσελμος Low diacritics: εΰσσελμος Capitals: ΕΫΣΣΕΛΜΟΣ
Transliteration A: eǘsselmos Transliteration B: eusselmos Transliteration C: eysselmos Beta Code: e)u/+sselmos

English (LSJ)

ἐΰσσωτρος, Ep. for εὔσελμος, εὔσωτρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΰσσελμος: ἐΰσσωτρος, Ἐπικ. ἀντὶ εὔσελμος, εὔσωτρος.

French (Bailly abrégé)

épq. c. εὔσελμος.

Greek Monolingual

ἐΰσσελμος, -ον (Α)
βλ. εύσελμος.

Greek Monotonic

ἐΰσσελμος: ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί εὔ-σελμος, εὔ-σωτρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐΰσσελμος: Hom. = εὔσελμος.