ἀγέστρατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγέστρατος:''' ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀγέστρατος:''' ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγέστρᾰτος:''' ведущий войска ([[Τριτογένεια]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέστρατος Medium diacritics: ἀγέστρατος Low diacritics: αγέστρατος Capitals: ΑΓΕΣΤΡΑΤΟΣ
Transliteration A: agéstratos Transliteration B: agestratos Transliteration C: agestratos Beta Code: a)ge/stratos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A host-leading, Ἀθήνη Hes.Th.925; ἦχος, αὐλός, Nonn.D.26.15, 28.28.

German (Pape)

[Seite 13] Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῦς αὐλός 28, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, ὁ στρατὸν ἄγων, ὁδηγῶν, Ἀθήνη, Ἡσ. Θ. 925, σάλπιγξ, αὐλός, Νόνν. Δ. 26. 15., 28. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conduit ou entraîne les armées.
Étymologie: ἄγω, στρατός.

Greek Monotonic

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το στράτευμα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγέστρᾰτος: ведущий войска (Τριτογένεια Hes.).