πρόφανσις: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(35)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άνσεως, ἡ, ΜΑ [[προφαίνω]]<br />[[υπόδειξη]] εκ τών προτέρων, [[οδηγία]].
|mltxt=-άνσεως, ἡ, ΜΑ [[προφαίνω]]<br />[[υπόδειξη]] εκ τών προτέρων, [[οδηγία]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόφανσις:''' εως ἡ предсказание (Soph. - v. l. к [[πρόφασις]]).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πρόφανσις: -εως, ἡ, ἀντὶ πρόφασις, Σοφ. Τρ. 262, ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. καὶ Εὐστ. Πονημ. 96. 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation.
Étymologie: προφαίνω.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, ΜΑ προφαίνω
υπόδειξη εκ τών προτέρων, οδηγία.

Russian (Dvoretsky)

πρόφανσις: εως ἡ предсказание (Soph. - v. l. к πρόφασις).