πρόφανσις: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(35) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άνσεως, ἡ, ΜΑ [[προφαίνω]]<br />[[υπόδειξη]] εκ τών προτέρων, [[οδηγία]]. | |mltxt=-άνσεως, ἡ, ΜΑ [[προφαίνω]]<br />[[υπόδειξη]] εκ τών προτέρων, [[οδηγία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόφανσις:''' εως ἡ предсказание (Soph. - v. l. к [[πρόφασις]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
πρόφανσις: -εως, ἡ, ἀντὶ πρόφασις, Σοφ. Τρ. 262, ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. καὶ Εὐστ. Πονημ. 96. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
recommandation.
Étymologie: προφαίνω.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, ΜΑ προφαίνω
υπόδειξη εκ τών προτέρων, οδηγία.
Russian (Dvoretsky)
πρόφανσις: εως ἡ предсказание (Soph. - v. l. к πρόφασις).