περιλαλέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιλᾰλέω''': λαλῶ ὁλόγυρα, λαλῶ καθ’ ὑπερβολήν, φλυαρῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 230· τῆς τραγωδίας ... τὰς περιλαλούσας, δηλ. τοῦ Εὐριπίδου, Τηλεκλείδης ἐν Ἀδήλ. 3, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· π. [[ταῦτα]], φλυαρεῖν [[ταῦτα]], Φιλόστρ. 824. ΙΙ. λαλῶ [[περί]] τινα, τινα ἢ τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 704Α. | |lstext='''περιλᾰλέω''': λαλῶ ὁλόγυρα, λαλῶ καθ’ ὑπερβολήν, φλυαρῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 230· τῆς τραγωδίας ... τὰς περιλαλούσας, δηλ. τοῦ Εὐριπίδου, Τηλεκλείδης ἐν Ἀδήλ. 3, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· π. [[ταῦτα]], φλυαρεῖν [[ταῦτα]], Φιλόστρ. 824. ΙΙ. λαλῶ [[περί]] τινα, τινα ἢ τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 704Α. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιλᾰλέω:''' болтать без умолку Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A chatter exceedingly, gossip, Ar.Ec.230, M.Ant.1.7; τὰς τραγῳδίας . . τὰς περιλαλούσας (sc. of Euripides) Ar.Fr.376. 2 describe, Philostr.Im.2.9. 3 talk round a subject, Gal.8.675,18(2).901.
German (Pape)
[Seite 581] umschwatzen, um Einen herum, nach allen Seiten hin, sehr schwatzen, Ar. Eccl. 230 u. Sp., wie M. Ant. 1, 7; auch = beschreiben, Philostr. imagg. 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
περιλᾰλέω: λαλῶ ὁλόγυρα, λαλῶ καθ’ ὑπερβολήν, φλυαρῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 230· τῆς τραγωδίας ... τὰς περιλαλούσας, δηλ. τοῦ Εὐριπίδου, Τηλεκλείδης ἐν Ἀδήλ. 3, ἔνθα ἴδε Meineke· π. ταῦτα, φλυαρεῖν ταῦτα, Φιλόστρ. 824. ΙΙ. λαλῶ περί τινα, τινα ἢ τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 704Α.
Russian (Dvoretsky)
περιλᾰλέω: болтать без умолку Arph.