ἡνιόχησις: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡνιόχησις]], ἡ (Α) [[ηνιοχώ]]<br />[[ηνιοχεία]](«[[ἡνιόχησις]] νεφέλης», Φίλ.). | |mltxt=[[ἡνιόχησις]], ἡ (Α) [[ηνιοχώ]]<br />[[ηνιοχεία]](«[[ἡνιόχησις]] νεφέλης», Φίλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡνιόχησις:''' εως ἡ Plat. = [[ἡνιοχεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,= ἡνιοχεία, Pl.Phdr. 246b, D.Chr.36.42;
A νεφέλης ὀπισθοφυλακούσης Ph.2.174.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, Lenken, Regieren; ἡ περὶ ἡμᾶς ἡν. Plat. Phaedr. 246 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιόχησις: -εως, ἡ, = ἡνιοχεία, Πλάτ. Φαίδρ. 246Β, Φίλων 2. 174.
Greek Monolingual
ἡνιόχησις, ἡ (Α) ηνιοχώ
ηνιοχεία(«ἡνιόχησις νεφέλης», Φίλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἡνιόχησις: εως ἡ Plat. = ἡνιοχεία.