Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκάπτειρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκάπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[σκαπτήρ]], αυτή που σκάβει, σε Ανθ.
|lsmtext='''σκάπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[σκαπτήρ]], αυτή που σκάβει, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκάπτειρα:''' adj. f вскапывающая ([[δίκελλα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάπτειρα Medium diacritics: σκάπτειρα Low diacritics: σκάπτειρα Capitals: ΣΚΑΠΤΕΙΡΑ
Transliteration A: skápteira Transliteration B: skapteira Transliteration C: skapteira Beta Code: ska/pteira

English (LSJ)

ἡ, fem. of

   A σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).

Greek (Liddell-Scott)

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σκαπτήρ, σ. δίκελλα Ἀνθ. Π. 6. 21.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.

Greek Monotonic

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σκάπτειρα: adj. f вскапывающая (δίκελλα Anth.).