φωρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φωρίδιος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[φώριος]], [[κλεμμένος]] σε Ανθ.
|lsmtext='''φωρίδιος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[φώριος]], [[κλεμμένος]] σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φωρίδιος:''' Anth. = [[φώριος]] 1.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωρίδιος Medium diacritics: φωρίδιος Low diacritics: φωρίδιος Capitals: ΦΩΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: phōrídios Transliteration B: phōridios Transliteration C: foridios Beta Code: fwri/dios

English (LSJ)

α, ον, poet. for φώριος,

   A stolen, AP9.348 (Leon.Alex.), Max.411, Doroth. in Cat.Cod.Astr. 6.104.

German (Pape)

[Seite 1323] poet. = φώριος, gestohlen, Leon. Al. 42 (IX, 348).

Greek (Liddell-Scott)

φωρίδιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ φώριος, κλοπιμαῖος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 348, Μάξιμ. π. καταρχ. 411.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. φώριος.
Étymologie: φώρ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) φώριος, κλεμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αἰφν-ίδιος, οἰκ-ίδιος)].

Greek Monotonic

φωρίδιος: -α, -ον, ποιητ. αντί φώριος, κλεμμένος σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φωρίδιος: Anth. = φώριος 1.