γαῦλος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(8)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=γαῡλος, ο (Α)<br />εμπορικό φοινικικό [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[γαυλός]] με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=γαῡλος, ο (Α)<br />εμπορικό φοινικικό [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[γαυλός]] με αναβιβασμό του τόνου].
}}
{{elru
|elrutext='''γαῦλος:''' ὁ (финикийский) грузовой корабль Her., Arph.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 476] (eigtl. dasselbe Wort, nach den Gramm. durch den Ton verschieden, die mss. bei Her. haben γαυλός), ὁ, ein rundes (phönicisches) Kauffahrteischiff, Her. 3, 136. 6, 17 u. öfter; Ar. Av. 598. 602; auch Plut. tranqu. an. 3 steht γαυλός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vaisseau marchand phénicien de forme arrondie.
Étymologie: orig. sémitique.

Greek Monolingual

γαῡλος, ο (Α)
εμπορικό φοινικικό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του γαυλός με αναβιβασμό του τόνου].

Russian (Dvoretsky)

γαῦλος: ὁ (финикийский) грузовой корабль Her., Arph.