θρυμματίς: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(17) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρυμματίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[θρύμμα]]<br />[[είδος]] πλακούντα με [[λίπος]], [[σιμιγδάλι]] και σύκα. | |mltxt=[[θρυμματίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[θρύμμα]]<br />[[είδος]] πλακούντα με [[λίπος]], [[σιμιγδάλι]] και σύκα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρυμμᾰτίς:''' ίδος ἡ тримматида (сладкое кушанье: пирожное или компот) Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A a sort of cake, Antiph.183.4, Philox.2.18, Luc. Lex.6.
German (Pape)
[Seite 1220] ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.
Greek (Liddell-Scott)
θρυμμᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· σκεύασμα διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de compote.
Étymologie: θρύπτω.
Greek Monolingual
θρυμματίς, -ίδος, ἡ (Α) θρύμμα
είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα.
Russian (Dvoretsky)
θρυμμᾰτίς: ίδος ἡ тримматида (сладкое кушанье: пирожное или компот) Luc.