καταρροή: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[καταρροή]]) [[καταρρέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου της [[μύτης]], [[συνάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προς]] τα [[κάτω]] ροή.
|mltxt=η (Α [[καταρροή]]) [[καταρρέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου της [[μύτης]], [[συνάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προς]] τα [[κάτω]] ροή.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρροή:''' ἡ<b class="num">1)</b> истечение, стекание Arst.;<br /><b class="num">2)</b> течение, поток Aesop.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρροή Medium diacritics: καταρροή Low diacritics: καταρροή Capitals: ΚΑΤΑΡΡΟΗ
Transliteration A: katarroḗ Transliteration B: katarroē Transliteration C: katarroi Beta Code: katarroh/

English (LSJ)

ἡ,

   A flowing down, defluxion, Aesop.145 Chambry.

Greek (Liddell-Scott)

καταρροή: ἡ πρὸς τὰ κάτω ῥοή, ῥεῦσις, κατ. ποταμοῦ ὀξυτάτη Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 4, Αἰσώπ. Μῦθ. 342.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cours d’un fleuve.
Étymologie: καταρρέω.

Greek Monolingual

η (Α καταρροή) καταρρέω
νεοελλ.
η φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, συνάχι
αρχ.
η προς τα κάτω ροή.

Russian (Dvoretsky)

καταρροή:1) истечение, стекание Arst.;
2) течение, поток Aesop.