ἀποκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_14)
(1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, ἂν γὰρ τὰν πολιν ᾇπερ λυχνοφορίοντες ἀποκεκύφαμες Ἀριστοφ. Λυσ. 1003, ἀλλὰ κατὰ Ρεΐσκιον ἐπικεκύφαμες.
|lstext='''ἀποκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, ἂν γὰρ τὰν πολιν ᾇπερ λυχνοφορίοντες ἀποκεκύφαμες Ἀριστοφ. Λυσ. 1003, ἀλλὰ κατὰ Ρεΐσκιον ἐπικεκύφαμες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκύπτω:''' нагибаться, наклоняться Arph.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκύπτω Medium diacritics: ἀποκύπτω Low diacritics: αποκύπτω Capitals: ΑΠΟΚΥΠΤΩ
Transliteration A: apokýptō Transliteration B: apokyptō Transliteration C: apokypto Beta Code: a)poku/ptw

English (LSJ)

   A stoop away from the wind, Ar.Lys.1003, in pf. ἀποκέκῡφα, but Reiske ἐπικεκύφαμες (prob.l.).

German (Pape)

[Seite 310] sich vorn überbücken, perf. ἀποκέκυφα Ar. Lys. 1003 mit Präsensbdtg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἐμπρός, ἂν γὰρ τὰν πολιν ᾇπερ λυχνοφορίοντες ἀποκεκύφαμες Ἀριστοφ. Λυσ. 1003, ἀλλὰ κατὰ Ρεΐσκιον ἐπικεκύφαμες.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκύπτω: нагибаться, наклоняться Arph.