σκίμπων: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(37)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκίπων]].
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκίπων]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκίμπων:''' ωνος ὁ Eur., Plut. v. l. = [[σκίπων]].
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίμπων Medium diacritics: σκίμπων Low diacritics: σκίμπων Capitals: ΣΚΙΜΠΩΝ
Transliteration A: skímpōn Transliteration B: skimpōn Transliteration C: skimpon Beta Code: ski/mpwn

English (LSJ)

   A v. σκίπων.

German (Pape)

[Seite 899] ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπων: μεταγεν. τύπος τοῦ σκίπων, ἐνίοτε εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
βλ. σκίπων.

Russian (Dvoretsky)

σκίμπων: ωνος ὁ Eur., Plut. v. l. = σκίπων.