Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχινοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' -ον ([[σχῖνος]] II), αυτός που το [[κεφάλι]] του έχει [[σχήμα]] σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' -ον ([[σχῖνος]] II), αυτός που το [[κεφάλι]] του έχει [[σχήμα]] σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σχῑνοκέφᾰλος:''' с головой в форме морской луковицы, т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχῑνοκέφᾰλος Medium diacritics: σχινοκέφαλος Low diacritics: σχινοκέφαλος Capitals: ΣΧΙΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: schinoképhalos Transliteration B: schinokephalos Transliteration C: schinokefalos Beta Code: sxinoke/falos

English (LSJ)

ον, (

   A σχῖνος 11) with a squill-shaped, i.e.peaked. head, epith. of Pericles, Cratin.71, cf. Plu.Per.3, 13, Poll.2.43 (with v.l. ἐχιν-).

German (Pape)

[Seite 1056] mit einem großen, länglichen Kopfe, wie die Meerzwiebel; Cratin. nannte so den Perikles, Plut. Pericl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

σχῑνοκέφᾰλος: -ον, (σχοῖνος ΙΙ) ὁ ἔχων κεφαλὴν σχήματος σκίλλης δηλ. κεφαλὴν προμήκη καὶ ἀσύμμετρον, ἐπίθετον τοῦ Περικλέους, ὁ σχινοκέφαλος Ζεὺς ὁδὶ προσέρχεται ὁ Περικλέης Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· «οἱ δ’ Ἀττικοὶ ποιηταὶ σχινοκέφαλον αὐτὸν ἐκάλουν τὴν γὰρ σκίλλαν ἔστιν ὅτε σχῖνον καλοῦσι» Πλουτ. Περικλ. 3 καὶ 13. Πολυδ. Β΄, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la tête grosse et allongée (comme un oignon marin).
Étymologie: σχῖνος, κεφαλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηρο-κέφαλος.

Greek Monotonic

σχῑνοκέφᾰλος: -ον (σχῖνος II), αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σχῑνοκέφᾰλος: с головой в форме морской луковицы, т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.