τροπέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροπέω:''' ποιητ. [[τύπος]] αντί [[τρέπω]], [[στρέφω]], [[μετατρέπω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τροπέω:''' ποιητ. [[τύπος]] αντί [[τρέπω]], [[στρέφω]], [[μετατρέπω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροπέω:''' эп. (только impf. τρόπεον) = [[τρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A = τρέπω, turn, ἵπποι ἂψ ὄχεα τρόπεον Il.18.224.
Greek (Liddell-Scott)
τροπέω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τρέπω, στρέφω, μετατρέπω Ἰλ. Σ. 224.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. épq. τρόπεον;
c. τρέπω.
English (Autenrieth)
(τρέπω): turn about, Il. 18.224†.
Greek Monotonic
τροπέω: ποιητ. τύπος αντί τρέπω, στρέφω, μετατρέπω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τροπέω: эп. (только impf. τρόπεον) = τρέπω.