συμπλώω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6)
(4)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπλώω:''' Ιων. αντί [[συμπλέω]].
|lsmtext='''συμπλώω:''' Ιων. αντί [[συμπλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπλώω:''' ион. = [[συμπλέω]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monotonic

συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπλώω: ион. = συμπλέω.