λυσσομανής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυσσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη [[ορμή]], [[λυσσασμένος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λυσσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη [[ορμή]], [[λυσσασμένος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λυσσομᾰνής:''' <b class="num">1)</b> яростный, страшный в своей ярости ([[κακόν]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> развевающийся как у безумного (πλόκαμοι Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσομᾰνής Medium diacritics: λυσσομανής Low diacritics: λυσσομανής Capitals: ΛΥΣΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: lyssomanḗs Transliteration B: lyssomanēs Transliteration C: lyssomanis Beta Code: lussomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A raving mad, AP11.232 (Call. Arg.); πλόκαμοι ib.6.219 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσομᾰνής: -ές, ὁ λυσσηδὸν μαινόμενος, Ἀνθ. Π. 11. 232· πλόκαμοι αὐτόθι 6. 219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 enragé, furieux;
2 qui appartient à une personne furieuse.
Étymologie: λύσσα, μαίνομαι.

Greek Monolingual

-ές (Α λυσσομανής, -ές)
μανιώδης, λυσσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μανής].

Greek Monotonic

λυσσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη ορμή, λυσσασμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυσσομᾰνής: 1) яростный, страшный в своей ярости (κακόν Anth.);
2) развевающийся как у безумного (πλόκαμοι Anth.).