συγκηδεστής: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[συγγενής]] εξ επιγαμίας, ο [[άνδρας]] της αδελφής της συζύγου κάποιου<br /><b>2.</b> [[συγγενής]] εξ αγχιστείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηδεστής]] «[[συγγενής]] εξ αγχιστείας»]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[συγγενής]] εξ επιγαμίας, ο [[άνδρας]] της αδελφής της συζύγου κάποιου<br /><b>2.</b> [[συγγενής]] εξ αγχιστείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηδεστής]] «[[συγγενής]] εξ αγχιστείας»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκηδεστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> свояк Diod.;<br /><b class="num">2)</b> зять Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A brother-in-law, wife's sister's husband, D.36.15, Com.Adesp.1157. 2 father-in-law, D.S.33.7.
German (Pape)
[Seite 967] ὁ, der Verschwägerte, Frauenschwestermann; Dem. 36, 15; com. bei Poll. 6, 159. – Mitschwiegervater, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
συγκηδεστής: -οῦ, ὁ, σύγγαμβρος, ὁμόγαμβρος, παρὰ Δημ. 949. 6 ὁ πενθερός τινος, Διοδ. Ἐκλογ. 594. 57, Πολυδ. Γ΄, 32.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας της αδελφής της συζύγου κάποιου
2. συγγενής εξ αγχιστείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»].
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας της αδελφής της συζύγου κάποιου
2. συγγενής εξ αγχιστείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»].
Russian (Dvoretsky)
συγκηδεστής: οῦ ὁ
1) свояк Diod.;
2) зять Dem.