ὀλβοδότειρα: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλβοδότειρα:''' ἡ, θηλ. του επομ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀλβοδότειρα:''' ἡ, θηλ. του επομ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλβοδότειρα:''' adj. f дарующая счастье, подательница счастья ([[εἰρήνη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq., E.Ba.419 (lyr.), Opp.C.1.45.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, fem. zum Folgdn, εἰρήνη, Eur. Bacch. 419.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλυκ. τοῦ ἑπομ., Εὐρ. Βάκχ. 419, Ὀππ. Κυν. 1. 45.
Greek Monolingual
ὀλβοδότειρα, ἡ (Α)
βλ. ολβοδοτήρ.
Greek Monotonic
ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβοδότειρα: adj. f дарующая счастье, подательница счастья (εἰρήνη Eur.).