μεσεντέριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(6_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσεντέριον''': (δηλ. δέρμα), τό, μεμβρᾶνα εἰς ἣν τὰ ἔντερα [[εἶναι]] προσκεκολλημένα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 4,1 κἑξ. (μεσέντερον ἐν § 5 [[εἶναι]] ἡμαρτημ.), κ. ἀλλ. πρβλ. [[μεσάραιον]], [[μεσόκωλον]].
|lstext='''μεσεντέριον''': (δηλ. δέρμα), τό, μεμβρᾶνα εἰς ἣν τὰ ἔντερα [[εἶναι]] προσκεκολλημένα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 4,1 κἑξ. (μεσέντερον ἐν § 5 [[εἶναι]] ἡμαρτημ.), κ. ἀλλ. πρβλ. [[μεσάραιον]], [[μεσόκωλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσεντέριον:''' τό анат. месентерии, брыжейка Arst.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεντέριον Medium diacritics: μεσεντέριον Low diacritics: μεσεντέριον Capitals: ΜΕΣΕΝΤΕΡΙΟΝ
Transliteration A: mesentérion Transliteration B: mesenterion Transliteration C: mesenterion Beta Code: mesente/rion

English (LSJ)

(sc. δέρμα), τό,

   A membrane to which the intestines are attached, Arist.HA495b32, PA678a14, etc.:—also μεσ-έντερον, τό, ib. a15 (s.v.l.), Ruf.Anat.50.

German (Pape)

[Seite 137] τό, das Gekröse, das sich zwischen den dünnen Därmen befindet u. sie zusammenhält und verbindet, Arist. part. an. 2, 3 (ib. 4, 4 steht wahrscheinlich falsch μεσέντερον) H. A. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεντέριον: (δηλ. δέρμα), τό, μεμβρᾶνα εἰς ἣν τὰ ἔντερα εἶναι προσκεκολλημένα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 4,1 κἑξ. (μεσέντερον ἐν § 5 εἶναι ἡμαρτημ.), κ. ἀλλ. πρβλ. μεσάραιον, μεσόκωλον.

Russian (Dvoretsky)

μεσεντέριον: τό анат. месентерии, брыжейка Arst.