δορίκτυπος: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορίκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων. | |mltxt=[[δορίκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορίκτῠπος:''' бряцающий копьями ([[Τροία]], Αἰακίδαι Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A spear-clashing, Pi.N.3.60.
German (Pape)
[Seite 658] speerklingend; ἀλαλά Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δορίκτῠπος: -ον, ὁ τὰς λόγχας κτυπῶν, συγκροτῶν, Πίνδ. Ν. 3. 103.
English (Slater)
δορίκτῠπος, -ον
1 of, with clashing spears πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (edd. refer the adj. to either Τροίαν or ἀλαλάν) (N. 3.60) πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (N. 7.9)
Spanish (DGE)
(δορίκτῠπος) -ον
1 acompañado del fragor de las lanzas, ἀλαλά Pi.N.3.60.
2 que entrechoca la lanza de pers. δορικτύπων Αἰακιδᾶν Pi.N.7.9.
Greek Monolingual
δορίκτυπος, -ον (Α)
αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.
Russian (Dvoretsky)
δορίκτῠπος: бряцающий копьями (Τροία, Αἰακίδαι Pind.).