ἀσπίστωρ: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσπίστωρ:''' -ορος, ὁ, = το προηγ., κλόνοι [[ἀσπίστορες]], [[σύγκρουση]] ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀσπίστωρ:''' -ορος, ὁ, = το προηγ., κλόνοι [[ἀσπίστορες]], [[σύγκρουση]] ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσπίστωρ:''' ορος adj. m боевой (κλόνοι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = ἀσπιστής, κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, A.Ag.404 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = τῷ προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, θόρυβος, σύγκρουσις ἀσπιδοφόρων μαχητῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 404.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.
Spanish (DGE)
-ορος en que interviene el escudo κλόνοι A.A.403.
Greek Monotonic
ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, σύγκρουση ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπίστωρ: ορος adj. m боевой (κλόνοι Aesch.).