εὔχροια: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὔχροια]] και ιων. τ. εὐχροίη) [[εύχρους]]<br />καλή [[χροιά]], [[ωραιότητα]] του προσώπου, ευχρωμία, υγιές [[χρώμα]].
|mltxt=η (Α [[εὔχροια]] και ιων. τ. εὐχροίη) [[εύχρους]]<br />καλή [[χροιά]], [[ωραιότητα]] του προσώπου, ευχρωμία, υγιές [[χρώμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχροια:''' ἡ хороший цвет кожи, цветущий вид Arst.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχροια Medium diacritics: εὔχροια Low diacritics: εύχροια Capitals: ΕΥΧΡΟΙΑ
Transliteration A: eúchroia Transliteration B: euchroia Transliteration C: eychroia Beta Code: eu)/xroia

English (LSJ)

Ion. εὐχροίη, ἡ,

   A goodness of complexion, fresh and healthy look, Hp.Coac.67, Arist.HA584a14, Thphr.Sud.39, Dsc.Eup.1.105, Aret.SA2.4.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, gute, gesunde Farbe, gutes Aussehen, Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχροια: Ἰων. εὐχροίη, ἡ, καλὴ χροιά, ζωηρὰ καὶ ὑγιεινὴ ὄψις, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 127Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4. 5, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α εὔχροια και ιων. τ. εὐχροίη) εύχρους
καλή χροιά, ωραιότητα του προσώπου, ευχρωμία, υγιές χρώμα.

Russian (Dvoretsky)

εὔχροια: ἡ хороший цвет кожи, цветущий вид Arst.