δίθηκτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίθηκτος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] κόψεις, [[δίκοπος]], [[δίστομος]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δίθηκτος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] κόψεις, [[δίκοπος]], [[δίστομος]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίθηκτος:''' обоюдоострый ([[ξίφος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A two-edged, ξίφος A.Pr.863.
Greek (Liddell-Scott)
δίθηκτος: -ον, δίκοπος, δίστομος, ξίφος Αἰσχύλ. Πρ. 863.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: δίς, θηκτός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble filo ξίφος A.Pr.863.
Greek Monolingual
δίθηκτος, -ον (Α)
(για ξίφος) δίκοπος, δίστομος.
Greek Monotonic
δίθηκτος: -ον, αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος, δίστομος, ξίφος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δίθηκτος: обоюдоострый (ξίφος Aesch.).