γευστός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]]. | |mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γευστός:''' имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ [[ἄγευστος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A that may be tasted, τὸ γ. Arist.Rh.1370a23, de An.422a8, Plu.2.38a, Porph.Abst.1.33.
German (Pape)
[Seite 487] was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
γευστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ γευθῇ, τὸ γ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 5, π. Ψυχ. 2. 10, 3, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut goûter.
Étymologie: adj. verb. de γεύω.
Greek Monolingual
γευστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος].
Russian (Dvoretsky)
γευστός: имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ ἄγευστος Arst.).