πολυάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυάργῠρος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άργυρο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πολυάργῠρος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άργυρο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυάργῠρος:''' богатый серебром (Λυδοί Her.; [[οἶκοι]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάργῠρος Medium diacritics: πολυάργυρος Low diacritics: πολυάργυρος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: polyárgyros Transliteration B: polyargyros Transliteration C: polyargyros Beta Code: polua/rguros

English (LSJ)

ον,

   A rich in silver, of persons or places, πολυαργυρώτατοι, of the Lydians, Hdt.5.49, cf. Ph.2.30; πλάκες τῆς γῆς D.S.5.36; οἶκοι Plu.Comp.Lys.Sull.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 659] silberreich, von Menschen, Her. 5, 49 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάργῠρος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν ἄργυρον, πλούσιος εἰς ἄργυρον, πολυαργυρώτατοι, ἐπὶ τῶν Λυδῶν, Ἡρόδ. 5. 19· ἐπὶ τόπων, Διόδ. 5. 36· οἶκοι Πλουτ. Λυσάνδ. καὶ Σύλλ. Σύγκρ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède ou contient beaucoup d’argent;
Sp. πολυαργυρώτατος.
Étymologie: πολύς, ἄργυρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
πλούσιος σε άργυρο («πολυάργυροι πλάκες τῆς γῆς», Διοδ.).

Greek Monotonic

πολυάργῠρος: -ον, πλούσιος σε άργυρο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυάργῠρος: богатый серебром (Λυδοί Her.; οἶκοι Plut.).