πεπλανημένως: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(31)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εσφαλμένα<br /><b>2.</b> (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπλανημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>πλανῶμαι</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εσφαλμένα<br /><b>2.</b> (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπλανημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>πλανῶμαι</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πεπλᾰνημένως:''' блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать.
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπλᾰνημένως Medium diacritics: πεπλανημένως Low diacritics: πεπλανημένως Capitals: ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peplanēménōs Transliteration B: peplanēmenōs Transliteration C: peplanimenos Beta Code: peplanhme/nws

English (LSJ)

Adv., (πλανάομαι)

   A mistakenly, in error, περί τινος π. ἔχειν Isoc.9.43 ; π. λέγεσθαι Str.2.4.3.    II irregularly, of fits of disease, Hp.Epid.1.3.<

German (Pape)

[Seite 560] adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.

Greek (Liddell-Scott)

πεπλᾰνημένως: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
en errant çà et là ; de manière irrégulière.
Étymologie: πεπλανημένος, part. pf. Pass. de πλανάω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. εσφαλμένα
2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πλανῶμαι].

Russian (Dvoretsky)

πεπλᾰνημένως: блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать.