σφάττω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφάττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] αντί [[σφάζω]], παρατ. <i>ἔσφαττον</i>.
|lsmtext='''σφάττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] αντί [[σφάζω]], παρατ. <i>ἔσφαττον</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''σφάττω:''' атт. = [[σφάζω]].
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

σφάττω: νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ σφάζω, παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.

French (Bailly abrégé)

néo-att. c. σφάζω.

Greek Monolingual

NM
βλ. σφάζω.

Greek Monotonic

σφάττω: μεταγεν. Αττ. τύπος αντί σφάζω, παρατ. ἔσφαττον.

Russian (Dvoretsky)

σφάττω: атт. = σφάζω.