σίδιον: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σίδιον:''' [σῐ], τό ([[σίδη]]), [[φλοιός]], [[περικάρπιο]] ροδιού, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σίδιον:''' [σῐ], τό ([[σίδη]]), [[φλοιός]], [[περικάρπιο]] ροδιού, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σίδιον:''' (ῐ Arph., ῑ Luc.) τό [[σίδη]] гранатовая корка Arph., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, (σίδη)
A pomegranate-peel, Hp.Nat.Mul.33, Ulc.12, Thphr.CP5.6.1: pl., Ar.Nu.881, Dsc.1.110, Alciphr.3.60. [σῐ- Ar. l.c.; σῑ- Luc.Trag.156.]
German (Pape)
[Seite 880] τό, die Schale des Granatapfels, eigtl. dim. von σίδη, Ar. Nubb. 871; Alciphr. 3, 60 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σίδιον: τό, (σίδη) φλοιὸς ῥοιᾶς («ῥοϊδίου»), Ἱππ. 574. 25, Ἀριστοφ. Νεφ. 881, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 6, 1· τὰ σίδια = τὰ περικόρπια τῶν ῥοιῶν, Ἀλκίφρ. 3. 80. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίδια· τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρα· σίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν», καὶ «σιδίῳ· κόκκῳ ῥοιᾶς». [σῐ- Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῑ- Λουκ. Τραγ. 156].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
écorce de grenade.
Étymologie: σίδη¹.
Greek Monotonic
σίδιον: [σῐ], τό (σίδη), φλοιός, περικάρπιο ροδιού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σίδιον: (ῐ Arph., ῑ Luc.) τό σίδη гранатовая корка Arph., Luc.