τρίκλωστος: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίκλωστος:''' -ον, αυτός που έχει κλωστεί [[τρεις]] φορές, που αποτελείται από [[τρεις]] κλωστές, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρίκλωστος:''' -ον, αυτός που έχει κλωστεί [[τρεις]] φορές, που αποτελείται από [[τρεις]] κλωστές, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίκλωστος:''' спряденный (свитой) из трех нитей, тройной Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thricespun, three-twisted, of a line, AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1143] dreimal gesponnen, dreidrähtig, Antp. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
τρίκλωστος: -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
filé trois fois ; à triple fil.
Étymologie: τρίς, κλώθω.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκλωστος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές ή που αποτελείται από τρεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλωστός (< κλώθω)].
Greek Monotonic
τρίκλωστος: -ον, αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές, που αποτελείται από τρεις κλωστές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρίκλωστος: спряденный (свитой) из трех нитей, тройной Anth.