μαρτιχόρας: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαρτιχόρας]] και μαρτιοχώρας και [[μαντιχώρας]], ὁ (Α)<br />μυθικό [[τετράποδο]] ζώο τών Ινδιών, το οποίο είχε [[κεφάλι]] ζώου και [[σώμα]] ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[δάνειο]] από την Ιρανική, <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. περσ. <i>martiya</i>- «[[άνθρωπος]]», αβεστ. <i>x</i><sup>v</sup><i>ar</i>- «[[καταβροχθίζω]]», περσ. <i>mardom</i>-<i>x</i><i>ā</i><i>r</i> «[[ανθρωποφάγος]]»]. | |mltxt=[[μαρτιχόρας]] και μαρτιοχώρας και [[μαντιχώρας]], ὁ (Α)<br />μυθικό [[τετράποδο]] ζώο τών Ινδιών, το οποίο είχε [[κεφάλι]] ζώου και [[σώμα]] ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[δάνειο]] από την Ιρανική, <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. περσ. <i>martiya</i>- «[[άνθρωπος]]», αβεστ. <i>x</i><sup>v</sup><i>ar</i>- «[[καταβροχθίζω]]», περσ. <i>mardom</i>-<i>x</i><i>ā</i><i>r</i> «[[ανθρωποφάγος]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαρτιχόρας:''' или [[μαντιχώρας]], ου ὁ (перс. «людоед») мартихор (упоминаемое Ктесием чудовище в Индии) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A man-eater, i.e. tiger, described with fabulous attributes by Ctes. ap. Arist.HA501a26 (v.l. μαρτιοχώρας, μαντιχώρας), cf. Ctes.Fr.57.7, Id. ap. Paus.9.21.4 (μαρτιόρα codd.), et ap.Ael. NA4.21. (Cf. Opers. martiya- 'man', Avest. khwar- 'eat', Mod. Pers. mard-khwār 'man-eater'.)
Greek (Liddell-Scott)
μαρτιχόρας: ὁ, τὸ Περσικὸν mard-khora, ὁ ἀνθρωποφάγος, μυθῶδες ζῷον μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Κτησίου, καὶ ὡς φαίνεται σύνθετον ἐκ λέοντος, ὕστριχος καὶ σκορπίου μετ’ ἀνθρωπίνης κεφαλῆς, Κτησ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53· ἴδε Η. Η. Wilson on Ctesias σ. 39. Παρ’ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὑπάρχει διάφ. γραφ. μαντιχώρας, καὶ ὁ Calpurn. Ecl. 7. 59 ἔχει manticŏra.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tigre, animal.
Étymologie: DELG emprunt à l’iranien : v-perse martiya « homme », avest. xar « dévorer », pers. mardon-xar « mangeur d’hommes ».
Greek Monolingual
μαρτιχόρας και μαρτιοχώρας και μαντιχώρας, ὁ (Α)
μυθικό τετράποδο ζώο τών Ινδιών, το οποίο είχε κεφάλι ζώου και σώμα ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική, πρβλ. αρχ. περσ. martiya- «άνθρωπος», αβεστ. xvar- «καταβροχθίζω», περσ. mardom-xār «ανθρωποφάγος»].
Russian (Dvoretsky)
μαρτιχόρας: или μαντιχώρας, ου ὁ (перс. «людоед») мартихор (упоминаемое Ктесием чудовище в Индии) Arst.