τριβώνιον: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐβώνιον:''' τό, υποκορ. του [[τρίβω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τρῐβώνιον:''' τό, υποκορ. του [[τρίβω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐβώνιον:''' τό Arph., Lys., Luc. = [[τρίβων]] II, 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of τρίβων (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· τριβώνιον ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριβώνιον· πάλλιον, περιβόλαιον» - «φόρημα κυνικόν, ἱμάτιον παλαιὸν» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit manteau grossier, vêtement misérable.
Étymologie: τρίβων.
Greek Monotonic
τρῐβώνιον: τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβώνιον: τό Arph., Lys., Luc. = τρίβων II, 2.