δυσκαρτέρητος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκαρτέρητος:''' -ον ([[καρτερέω]]), [[δύσκολος]] να υποφερθεί, [[δυσβάστακτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσκαρτέρητος:''' -ον ([[καρτερέω]]), [[δύσκολος]] να υποφερθεί, [[δυσβάστακτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκαρτέρητος:''' с трудом выдерживаемый, невыносимый ([[ψῦχος]], [[πόνος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
•irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
•que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.
Greek Monolingual
δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.
Greek Monotonic
δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαρτέρητος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (ψῦχος, πόνος Plut.).