διυπνίζω: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διυπνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὕπνος]]), [[ξυπνώ]], [[σηκώνω]] από τον ύπνο, σε Λουκ. | |lsmtext='''διυπνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὕπνος]]), [[ξυπνώ]], [[σηκώνω]] από τον ύπνο, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διυπνίζω:''' <b class="num">1)</b> пробуждать: διυπνισθείς Anth. проснувшийся;<br /><b class="num">2)</b> просыпаться (νυκτὸς διυπνίσας Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(ὕπνος)
A awake from sleep, trans., Ael.NA7.46: intr., Luc.Ocyp.108:—Pass., Diocl.Fr.141, J.AJ5.10.4 (v. l.), Zos.Alch. p.117 B., AP9.378 (Pall.): but, II fall asleep, Simp. in Ph. 1258.25.
Greek (Liddell-Scott)
διυπνίζω: (ὕπνος) ἐξεγείρω ἐξ ὕπνου, μεταβ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 45· ἀμεταβ., Λουκ. Ὠκύπ. 108· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀνθ. Π. 9. 378.
French (Bailly abrégé)
1 éveiller;
2 s’éveiller.
Étymologie: διά, ὑπνίζω.
Spanish (DGE)
1 despertar αὐτόν Ael.NA 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius C.Par.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.Od.13.119, cf. Hierocl.Facet.56, 124
•fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.Sch.Ec.35.31.
2 intr. despertarse ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.Ocyp.108
•en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.Fr.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.Comm.Gen.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη AP 9.378 (Pall.), ἐκεῖνος δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307
•quedarse dormido τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι αἰτία ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.in Ph.1258.25
•permanecer despierto, alerta, A.Andr.Gr.50.18.
Greek Monolingual
διυπνίζω (AM)
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον
2. κοιμάμαι.
Greek Monotonic
διυπνίζω: μέλ. -σω (ὕπνος), ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διυπνίζω: 1) пробуждать: διυπνισθείς Anth. проснувшийся;
2) просыпаться (νυκτὸς διυπνίσας Luc.).