Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηθίς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηθίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[αδερφή]] [[πατέρα]] ή μητέρας, [[θεία]], σε Δημ.
|lsmtext='''τηθίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[αδερφή]] [[πατέρα]] ή μητέρας, [[θεία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηθίς:''' ίδος ἡ тетка (со стороны отца или матери) Dem., Men., Plut.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηθίς Medium diacritics: τηθίς Low diacritics: τηθίς Capitals: ΤΗΘΙΣ
Transliteration A: tēthís Transliteration B: tēthis Transliteration C: tithis Beta Code: thqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (τήθη)

   A father's or mother's sister, aunt, Is.9.19, D.27.14, 43.29, Men.923.5, J.AJ3.12.1 (vv. ll. τιτθίσι, τιθίσι, τιτθαῖς), 16.10.5 (vv. ll. τιτθίδα, τητθίδα), 17.1.1 (v.l. τητθίδα, Lat. vers. nutricem), Plu.2.838b, Hierocl.p.61 A. (τιθιδες, τιθίδες codd.), Lib.Decl.5.52 (one cod., vv. ll. τητθίδα, τιτθίδα), 26.21 (τιτθίδας codd., τιθίδας as cited by Thom.Mag.p.360 R., who thinks it may mean grandmothers or great-aunts); ἡ πρὸς πατρὸς τη[θίς] POxy.503.3 (ii A.D.); τῆς τηθίδος μου κύριος PSI9.1065.28 (ii A.D.); οὐκ ἐξὸν Ῥωμαίοις ἀδελφὰς γῆμαι οὐδὲ τηθίδας PGnom.70 (ii A.D.); ὥσπερ οὐδὲ νῦν τιτθίδας (leg. τηθίδας) οὐδ' ἀδελφὰς γαμοῦσιν Plu.2.265d; τηθίδα PStrassb.41.8 (iii A.D.); dat. spelt τειθειδι Supp.Epigr.6.221 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 1105] ίδος, ἡ, Vaters- od. Mutterschwester, Tante; Dem. 27, 14; Suid. erkl. θεία; vgl. Lob. Phryn. 134.

Greek (Liddell-Scott)

τηθίς: -ίδος, ἡ, (τήθη) ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, θεία, Δημ. 818. 4., 1039. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 17. 5, Πλούτ. 2. 838Β, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 134.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tante paternelle ou maternelle.
Étymologie: τήθη.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. τιτθίς, -ίδος, ἡ, Α
η θεία, η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].

Greek Monotonic

τηθίς: -ίδος, ἡ, αδερφή πατέρα ή μητέρας, θεία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τηθίς: ίδος ἡ тетка (со стороны отца или матери) Dem., Men., Plut.