δυσπρόσμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσμᾰχος:''' -ον ([[προσμάχομαι]]), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται [[κάποιος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσπρόσμᾰχος:''' -ον ([[προσμάχομαι]]), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται [[κάποιος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσμᾰχος:''' трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσμᾰχος Medium diacritics: δυσπρόσμαχος Low diacritics: δυσπρόσμαχος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: dysprósmachos Transliteration B: dysprosmachos Transliteration C: dysprosmachos Beta Code: duspro/smaxos

English (LSJ)

ον,

   A hard to attack, Plu.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de asaltar, inexpugnablede lugares, Plu.Tim.21.

Greek Monolingual

δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσμᾰχος: трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.).