θλαστός: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(17) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θλαστός]], -ή, -όν (Α) [[θλω]]<br /><b>1.</b> σπαστός, [[τσακιστός]], τσακισμένος («θλαστή [[ἐλάα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, [[ἀλλά]] θλαστόν», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[θλαστός]], -ή, -όν (Α) [[θλω]]<br /><b>1.</b> σπαστός, [[τσακιστός]], τσακισμένος («θλαστή [[ἐλάα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, [[ἀλλά]] θλαστόν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θλαστός:''' [adj. verb. к [[θλάω]]<br /><b class="num">1)</b> раздавленный, мятый ([[ἐλάα]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> сжимаемый, т. е. упругий: θραυστὸς καὶ [[κατακτός]], ἀλλ᾽ οὐ θ. Arst. ломкий и бьющийся, но не упругий. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A crushed, bruised, ἐλάα Ar.Fr.391, Diph.14.5, cf.PSI5.535.52. 2 capable of being crushed or compressed, opp. θραυστός (q.v.), Arist.HA523b7, cf. Mete.386a25.
Greek (Liddell-Scott)
θλαστός: -ή, -όν, ὁ θλασθείς, «σπαστός», «τσακιστός», ἐλάα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 345, Δίφιλ. Ἀπλήστ. 1. 2) ὃν δύναταί τις νὰ θλάσῃ ἢ νὰ συνθλίψῃ, ἀντίθετον τῷ θραυστός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 3, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 18, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 3.
Greek Monolingual
θλαστός, -ή, -όν (Α) θλω
1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
θλαστός: [adj. verb. к θλάω
1) раздавленный, мятый (ἐλάα Arph.);
2) сжимаемый, т. е. упругий: θραυστὸς καὶ κατακτός, ἀλλ᾽ οὐ θ. Arst. ломкий и бьющийся, но не упругий.