ὀμιχέω: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμῑχέω:''' Λατ. [[mingo]], [[ουρώ]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ὀμῑχέω:''' Λατ. [[mingo]], [[ουρώ]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμῑχέω:''' испускать мочу, мочиться Hes., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ὀμείχω.
German (Pape)
[Seite 332] das Wasser lassen, pissen; Hes. O. 729; D. L. 8, 17. Vgl. ὀμίχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμῑχέω: οὐρῶ, κατουρῶ, μηδ’ ἀντ’ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμῑχεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725 (μνημονεύεται παρὰ Διογ. Λ. 8. 17, ἔνθα φέρεται μιχεῖν): ἀόρ. ὤμιξα (ἐξ ἐνεστ. ὀμίχω), ὤμιξεν αἷμα Ἱππῶναξ 46. (Ἐκ τῆς √ΜΙΧ, μετ’ εὐφων. ὀ-· ὅθεν καὶ ὄμιχμα, ὀμίχλη, καὶ μοῖχος· πρβλ. Σανσκρ. mih, meh-âmi (mingo, semen, effundo), meh-as (urina), mêgh-as (aqua turbida, nubes)· Λατιν. ming-o, mei-o (δηλ. migi-o), mic-tus· Ἀρχ. Σκανδιναυικ. mîg-a· Ἀγγλο-Σαξον. mig-an· Λιθ. myz-u (mingo)· ὁ Κούρτ. ὡσαύτως ἀναφέρει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν τὸ Γοτθ. maih-stus (κοπρία), Ἀγγλο-Σαξον. meox (πρβλ. Βορ. Ἀγγλ. mixen, midden, muck, Ἀρχ. Σκανδ. moka)· Λιθ. migla, κτλ.).
Greek Monotonic
ὀμῑχέω: Λατ. mingo, ουρώ, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀμῑχέω: испускать мочу, мочиться Hes., Diog. L.