τετραμερής: Difference between revisions

From LSJ
(41)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τετραμερή [[άνθη]]»<br /><b>βοτ.</b> [[άνθη]] τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά [[τέσσερα]], ή πολλαπλάσια του [[τέσσερα]], μόρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τετραμερῶς</i> ΜΑ<br />σε [[τέσσερα]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τετραμερή [[άνθη]]»<br /><b>βοτ.</b> [[άνθη]] τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά [[τέσσερα]], ή πολλαπλάσια του [[τέσσερα]], μόρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τετραμερῶς</i> ΜΑ<br />σε [[τέσσερα]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>μερής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τετραμερής:''' состоящий из четырех частей Arst., Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμερής Medium diacritics: τετραμερής Low diacritics: τετραμερής Capitals: ΤΕΤΡΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: tetramerḗs Transliteration B: tetramerēs Transliteration C: tetrameris Beta Code: tetramerh/s

English (LSJ)

ές,

   A quadripartite, Arist.Fr.47, LXX 2 Ma.8.21, S.E.P. 1.23, Sor.Fasc.40. Adv. -ρῶς Sm.Ez.1.8, Eust.1572.24: hence τετρᾰ-μέρεια, ἡ, = sq., Tz.H.3.341.

German (Pape)

[Seite 1098] ές, viertheilig, aus vier Abtheilungen bestehend, Plut. de mus. 24 S. Emp. pyrrh. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰμερής: -ές, ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 1. 23, 237. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 1572, 24· - ὁ Τζέτζ. ἐν Ἱστ. 3. 341, ἔχει καὶ τὸ οὐσιαστ. τετραμέρεια, ἡ, πρὸς πᾶσαν τετραμέρειαν τῆς γῆς ἐφαπλώσας νίκας.

Spanish

que consta de cuatro partes, cuatripartito

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη
νεοελλ.
φρ. «τετραμερή άνθη»
βοτ. άνθη τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά τέσσερα, ή πολλαπλάσια του τέσσερα, μόρια.
επίρρ...
τετραμερῶς ΜΑ
σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πεντα-μερής].

Russian (Dvoretsky)

τετραμερής: состоящий из четырех частей Arst., Plut., Sext.