συγκλινής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που κλίνει [[μαζί]] με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο [[συνασπισμός]] [[εναντίον]] του Αίαντος, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>κλινής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που κλίνει [[μαζί]] με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο [[συνασπισμός]] [[εναντίον]] του Αίαντος, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>κλινής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλῐνής:''' склоняющийся: τὸ συγκλινὲς ἐπ᾽ Αἴαντι Aesch., Arph. то, что склоняется к Эанту или направлено против Эанта.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλῐνής Medium diacritics: συγκλινής Low diacritics: συγκλινής Capitals: ΣΥΓΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: synklinḗs Transliteration B: synklinēs Transliteration C: sygklinis Beta Code: sugklinh/s

English (LSJ)

ές, (κλίνω)

   A inclining together, τὸ σ. ἐπ' Αἴαντι, perhaps, the united force directed against Ajax, A.Fr.84.

German (Pape)

[Seite 968] ές, mit -od. zusammenliegend, Bettgenosse, Gatte, sich zusammenneigend, abhängig von inander, Ar. Ran. 1290.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλῐνής: -ές, (κλίνω) συγκλίνων ὁμοῦ, τὸ σ. ἐπ’ Αἴαντι, ἴσως = ἡ ἡνωμένη δύναμις ἡ φερομένη κατὰ τοῦ Αἴαντος, ὁ κατ’ αὐτοῦ συνασπισμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 77.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο συνασπισμός εναντίον του Αίαντος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επι-κλινής].

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο συνασπισμός εναντίον του Αίαντος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επι-κλινής].

Russian (Dvoretsky)

συγκλῐνής: склоняющийся: τὸ συγκλινὲς ἐπ᾽ Αἴαντι Aesch., Arph. то, что склоняется к Эанту или направлено против Эанта.