συνασπισμός
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ὁ, holding of the shields together, fighting in close order, D.S.16.3, Arr.Tact.11.4, Plu. Tim.27, etc.
German (Pape)
[Seite 1005] ὁ, das Stehen u. Fechten in geschlossener Kampfreihe mit dicht zusammengehaltenen Schilden; Aelian. Tact. 11; Plut. Timol. 27.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
marche de soldats qui s'avancent les boucliers serrés l'un contre l'autre.
Étymologie: συνασπίζω.
Russian (Dvoretsky)
συνασπισμός: ὁ ведение боя в сомкнутом строю или сомкнутый строй Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνασπισμός: ὁ, τὸ συνασπίζειν, ἔχειν τὰς ἀσπίδας πλησίον ἀλλήλων, τὸ μάχεσθαι ἐν πυκνῇ παρατάξει, Διόδ. 16. 3, Ἀρρ. Τακτ. 11. 4, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. = ὁμαιχμία, Πολυδ. Α΄, 152.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συνασπίζω
στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπών
νεοελλ.
1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται για την επίτευξη κοινών σκοπών
2. φρ. α) «οικονομικός συνασπισμός»
(οικον.) ένωση, συγκέντρωση ή συμφωνία οικονομικών μονάδων με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής τους θέσης ή την αποτροπή ενδεχόμενου ανταγωνισμού ή και την καταστολή υφιστάμενου ανταγωνισμού
β) «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου», ή, απλώς, «Συνασπισμός»
(πολ.) ελληνικός πολιτικός σχηματισμός ο οποίος συγκροτήθηκε το 1989 από δυνάμεις της Αριστεράς
μσν.-αρχ.
1. πυκνή παράταξη μαχητών με τις ασπίδες προτεταμένες σαν τείχος
2. το να μάχεται κανείς σε πυκνή παράταξη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνασπισμός -οῦ, ὁ [συνασπίζω] het aaneensluiten van de schilden, het vechten in gesloten formatie.