παραπλευρίδια: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραπλευρίδια:''' τά ([[πλευρά]]), καλύμματα για τα [[πλευρά]] των αλόγων, σε Ξεν.
|lsmtext='''παραπλευρίδια:''' τά ([[πλευρά]]), καλύμματα για τα [[πλευρά]] των αλόγων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλευρίδια:''' (ῐδ) τά боковые доспехи (у боевых лошадей) Xen.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλευρίδια Medium diacritics: παραπλευρίδια Low diacritics: παραπλευρίδια Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΙΔΙΑ
Transliteration A: parapleurídia Transliteration B: parapleuridia Transliteration C: paraplevridia Beta Code: parapleuri/dia

English (LSJ)

τά,

   A covers for the sides of war-horses, X.Cyr.6.4.1, Arr.Tact.4.1.

German (Pape)

[Seite 494] τά, die Bedeckung der Seiten an den Streitrossen, Xen. Cyr. 6, 4, 1; vgl. Poll. 2, 167.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλευρίδια: τά, καλύμματα χαλκᾶ τῶν πλευρῶν τῶν πολεμικῶν ἵππων, «ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους.. τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ’ ἐπὶ τοῖς ἅρμασι παραπλευριδίοις» Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
armure qui protégeait le flanc des chevaux.
Étymologie: παρά, πλευρά.

Greek Monotonic

παραπλευρίδια: τά (πλευρά), καλύμματα για τα πλευρά των αλόγων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παραπλευρίδια: (ῐδ) τά боковые доспехи (у боевых лошадей) Xen.