καταπλώω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπλώω:''' Ιων. αντί [[καταπλέω]]. | |lsmtext='''καταπλώω:''' Ιων. αντί [[καταπλέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπλώω:''' ион. = [[καταπλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. for καταπλέω.
German (Pape)
[Seite 1371] ion. = καταπλέω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab, Her. 1, 185; καταπλώσαντες ἐς Αἶαν 1, 2, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλώω: Ἰων. ἀντὶ καταπλέω, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καταπλέω.
Greek Monolingual
καταπλώω (Α)
ιων. τ. βλ. καταπλέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πλώω «πλέω»].
Greek Monotonic
καταπλώω: Ιων. αντί καταπλέω.
Russian (Dvoretsky)
καταπλώω: ион. = καταπλέω.