ἐλεεινολογία: Difference between revisions
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἐλεεινολογία]], Α και ἐλεινολογία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χαρακτηρισμός]] κάποιου ως ελεινού, ως αξιολύπητου<br /><b>2.</b> ο [[χαρακτηρισμός]] κάποιου ως ελεεινού, ως αχρείου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λόγος]] που προκαλεί [[συμπάθεια]] ή οίκτο. | |mltxt=η (ΑΜ [[ἐλεεινολογία]], Α και ἐλεινολογία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χαρακτηρισμός]] κάποιου ως ελεινού, ως αξιολύπητου<br /><b>2.</b> ο [[χαρακτηρισμός]] κάποιου ως ελεεινού, ως αχρείου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λόγος]] που προκαλεί [[συμπάθεια]] ή οίκτο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλεεινολογία:''' ἡ возбуждающая сострадание, жалобная речь Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐλεινο-, ἡ,
A piteous appeal, ἐ. καὶ δείνωσις Pl.Phdr.272a, cf. Hermog.Id.1.1; πρὸς -λογίαν λέγειν Agatharch. 21.
German (Pape)
[Seite 794] ἡ, die Mitleid erweckende Rede, neben δείνωσις Plat. Phaed. 272 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεεινολογία: ἡ, τὸ ἐλεεινολογεῖσθαι, κινεῖν εἰς οἶκτον, ἐλεεινολογία τε καὶ δείνωσις Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἐλεινο- Pl.Phdr.272a
ret. expresión lastimera, lamentación que mueve a compasión βραχυλογία ... καὶ ἐ. καὶ δείνωσις Pl.l.c., πρὸς ἐλεεινολογίαν λέγειν Agatharch.21, cf. Hermog.Id.1.1 (p.223)
•gener. ἐλεεινολογίᾳ τὸν θυμὸν διεκρούσω Bas.Sel.Or.M.85.348C, cf. 237C, Sch.A.Th.51a, Eust.1353.37.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἐλεεινολογία, Α και ἐλεινολογία)
νεοελλ.
1. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεινού, ως αξιολύπητου
2. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεεινού, ως αχρείου
αρχ.-μσν.
λόγος που προκαλεί συμπάθεια ή οίκτο.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεεινολογία: ἡ возбуждающая сострадание, жалобная речь Plat.