κισσοποίητος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
|lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσοποίητος:''' атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοποίητος Medium diacritics: κισσοποίητος Low diacritics: κισσοποίητος Capitals: ΚΙΣΣΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: kissopoíētos Transliteration B: kissopoiētos Transliteration C: kissopoiitos Beta Code: kissopoi/htos

English (LSJ)

ον,

   A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.

German (Pape)

[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.

Greek Monolingual

κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).