ἀθείαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθείαστος:''' -ον ([[θειάζω]]), αυτός που δεν έχει [[έμπνευση]] από τον θεό, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀθείαστος:''' -ον ([[θειάζω]]), αυτός που δεν έχει [[έμπνευση]] από τον θεό, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθείαστος:''' не внушенный богами (μαντείαι Plut.): κατ᾽ ἐπίνοιαν οὐκ ἀθείαστον Plut. по божественному наитию.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθείαστος Medium diacritics: ἀθείαστος Low diacritics: αθείαστος Capitals: ΑΘΕΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: atheíastos Transliteration B: atheiastos Transliteration C: atheiastos Beta Code: a)qei/astos

English (LSJ)

ον,

   A uninspired, οὐκ ἀ. Plu.Cor.33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non inspiré par la divinité.
Étymologie: ἀ, θειάζω.

Spanish (DGE)

-ον
no inspirado ἐπίνοια οὐκ ἀ. Plu.Cor.33, μαντεία Plu.2.417a.

Greek Monotonic

ἀθείαστος: -ον (θειάζω), αυτός που δεν έχει έμπνευση από τον θεό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθείαστος: не внушенный богами (μαντείαι Plut.): κατ᾽ ἐπίνοιαν οὐκ ἀθείαστον Plut. по божественному наитию.