πολεμητήριον: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
(33)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τοποθεσία]] η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως [[ορμητήριο]] μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές [[κυρίως]] ενέργειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολεμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οικη</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τοποθεσία]] η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως [[ορμητήριο]] μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές [[κυρίως]] ενέργειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολεμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οικη</i>-<i>τήριον</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμητήριον:''' τό ставка полководца Polyb.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμητήριον Medium diacritics: πολεμητήριον Low diacritics: πολεμητήριον Capitals: ΠΟΛΕΜΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: polemētḗrion Transliteration B: polemētērion Transliteration C: polemitirion Beta Code: polemhth/rion

English (LSJ)

τό,

   A head-quarters of a general, Plb.4.71.2.

German (Pape)

[Seite 653] τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie ὁρμητήριον, Pol. 4, 71, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμητήριον: τό, ὁ τόπος ἐξ οὗ ὁ στρατηγὸς ἐνεργεῖ πολεμικῶς, ἀρχηγεῖον, Πολύβ. 4. 71, 2· πρβλ. ὁρμητήριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. οικη-τήριον)].

Russian (Dvoretsky)

πολεμητήριον: τό ставка полководца Polyb.