νεώρης: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεώρης:''' -ες ([[ὄρνυμι]]), [[νέος]], [[ακμαίος]], [[πρόσφατος]], Λατ. [[recens]]· νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον, φρεσκοκομμένη [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Σοφ.· [[φόβος]] [[νεώρης]], στον ίδ. | |lsmtext='''νεώρης:''' -ες ([[ὄρνυμι]]), [[νέος]], [[ακμαίος]], [[πρόσφατος]], Λατ. [[recens]]· νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον, φρεσκοκομμένη [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Σοφ.· [[φόβος]] [[νεώρης]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεώρης:''' недавний, свежий ([[φόβος]] Soph.): ν. [[βόστρυχος]] τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), (ὄρνυμι)
A new, fresh, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair just cut off, S.El.901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.OC730; ν. ψόφος Id.Ichn.154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.
Greek (Liddell-Scott)
νεώρης: -ες, οὐχὶ νεωρής, ές, Ἀρκάδ. 117. 18, Θεογνώστ. Κανόν. 45. 32· (ὥρα)· ― νέος, πρόσφατος, νεώρη βόστρυχον τετμημένον, πρὸ μικροῦ ἀποκοπέντα, Σοφ. Ἠλ. 901· εἰληφότας φόβον νεωρη ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 730· ἄλλο νεῶρες πῆμα Φιλητ. παρὰ Στοβ. 558. 36.
Greek Monolingual
νεώρης, -ες (Α)
νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» — πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].
Greek Monotonic
νεώρης: -ες (ὄρνυμι), νέος, ακμαίος, πρόσφατος, Λατ. recens· νεώρη βόστρυχον τετμημένον, φρεσκοκομμένη μπούκλα μαλλιών, σε Σοφ.· φόβος νεώρης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
νεώρης: недавний, свежий (φόβος Soph.): ν. βόστρυχος τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.